χερόπιασμα

χερόπιασμα
το, -ατος
το πιάσιμο με το χέρι ή από το χέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χερόπιασμα — το, Ν [χεροπιάνω] 1. το να κρατά κανείς κάποιον από το χέρι 2. πιάσιμο με το χέρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”